επισκοπικός, -ή — ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στον επίσκοπο ή την επισκοπή, αρχιερατικός, δεσποτικός: Επισκοπικά άμφια. 2. το ουδ. ως ουσ., επισκοπικό ο επισκοπικός θρόνος, το δεσποτικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεσποτικός ή επισκοπικός θρόνος — Ο θρόνος που βρίσκεται στο εσωτερικό του κυρίως ναού, στο δεξιό μέρος του. Ονομάζεται και καθέδρα. Κατά τους βυζαντινούς χρόνους, στη θέση αυτή καθόταν ο αυτοκράτορας. Ο πατριάρχης είχε άλλο θρόνο, απέναντι από αυτόν του αυτοκράτορα. Μετά την… … Dictionary of Greek
ἐπισκοπικῶν — ἐπισκοπικός episcopal fem gen pl ἐπισκοπικός episcopal masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκοπικόν — ἐπισκοπικός episcopal masc acc sg ἐπισκοπικός episcopal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκοπικοῖς — ἐπισκοπικός episcopal masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκοπικοῦ — ἐπισκοπικός episcopal masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκοπικούς — ἐπισκοπικός episcopal masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκοπικῆς — ἐπισκοπικός episcopal fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκοπικήν — ἐπισκοπικός episcopal fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκοπικῶς — ἐπισκοπικός episcopal adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)